Ο Ελληνικός Οίνος στο Ηνωμένο Βασίλειο: Προκλήσεις και Προοπτικές
Γράφει ο Γιώργος Λαμπίρης,
Σημαντικές προοπτικές έχει η ανάπτυξη των πωλήσεων για το ελληνικό κρασί στο Ηνωμένο Βασίλειο στη μετά Brexit εποχή, όπως προκύπτει τόσο από τα στοιχεία της Πρεσβείας της Ελλάδας στο Λονδίνο, όσο και από τα όσα αναφέρει στο Capital.gr, ο Αντώνης Σιούλης, επικεφαλής της Reco Exports, εταιρείας προώθησης εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο ίδιος βλέπει ένα παράθυρο ευκαιρίας, διάρκειας 18 μηνών από σήμερα, καθότι αυτή την περίοδο υφίσταται ζήτηση για οίνους από την Ελλάδα και θεωρεί απαραίτητο να κινηθεί ο κλάδος με ταχείες κινήσεις για να προλάβει την ευκαιρία που έχει δημιουργηθεί.
Προτίμηση σε ασύρτικο και ξινόμαυρο
Με βάση τα στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας, το 2022 οι εισαγωγές ελληνικού κρασιού στο Ηνωμένο Βασίλειο ανήλθαν σε αξία 5,6 εκατομμύρια λίρες από 3,8 εκ. λίρες το 2021, σημειώνοντας σημαντική αύξηση (49%) σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Η Ελλάδα κατέλαβε την 17η θέση στην κατάταξη των χωρών από τις οποίες εισάγει κρασί το Ηνωμένο Βασίλειο έναντι της 20ης θέσης που κατείχε το 2021. Οι ελληνικές ποικιλίες ασύρτικο και ξινόμαυρο βρίσκονται ανάμεσα στις ταχύτερα ανερχόμενες στις προτιμήσεις των βρετανών καταναλωτών γηγενείς ποικιλίες.
Όπως επισημαίνει ο Αντώνης Σιούλης μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων που επικράτησαν λόγω της πανδημίας, η ζήτηση για ελληνικό κρασί γνώρισε πολύ μεγάλη αύξηση. “Ένας μεγάλος αριθμός ειδικών του κρασιού και διανομέων στη χώρα αυτή συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν μετά την πανδημία το μέλλον του κλάδου τους. Αυτό που τέθηκε ως θέμα συζήτησης μεταξύ άλλων, ήταν η ανατροπή του υφιστάμενου τοπίου στην οινική αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία θεωρήθηκε ότι έχει περιέλθει σε τέλμα, διότι οι διεθνείς ποικιλίες που έχουν κατακλύσει τα εστιατόρια και τα σημεία πώλησης, όπως το Merlot, το Cabernet και το Syrah είχαν κουράσει τους Βρετανούς. Προς αυτή την κατεύθυνση ήρθαν στο προσκήνιο οινοπαραγωγικές χώρες που θα μπορούσαν τα κρασιά τους να παρουσιάζουν ενδιαφέρον εισαγωγής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μεταξύ αυτών των χωρών ήταν η Ινδία, η Γεωργία, η Βουλγαρία, η Τουρκία και η Ελλάδα”.
Σύμφωνα με τον κύριο Σιούλη η Ελλάδα εντάχθηκε στο χάρτη διερεύνησης νέων ποικιλιών και κρασιών από πλευράς Βρετανών. “Είναι γεγονός ότι μετά την πάροδο της υγειονομικής κρίσης, τα μεγαλύτερα οφέλη της συγκεκριμένης αναζήτησης εισέπραξαν οινοπαραγωγικές χώρες που ήταν ήδη τοποθετημένες στη βρετανική αγορά. Αλλά και χώρες όπως η Ινδία και η Γεωργία επένδυσαν πολλά χρήματα για την προώθηση των δικών τους κρασιών στη συγκεκριμένη χώρα”.
Η Τουρκία από την πλευρά της έχει καταφέρει να αποσπάσει ένα σημαντικό μερίδιο στη διάθεση τροφίμων αλλά και οίνων στη βρετανική αγορά, κατά τα όσα επισημαίνει ο Αντώνης Σιούλης. “Η Ελλάδα από την πλευρά της τυγχάνει μηδαμινής υποστήριξης από πλευράς ελληνικού κράτους σε ό,τι αφορά την προώθηση των κρασιών της. Εξαίρεση αποτελούν κάποια ευρωπαϊκά προγράμματα που εκπονούνται κατά καιρούς προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα ως εταιρεία είχαμε την ευκαιρία να κινηθούμε στην αγορά μέσω προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιώντας roadshows και δοκιμές σε κάβες και διανομείς όχι μόνο στο Λονδίνο αλλά και στο Μπέρμινγχαμ, το Μάντσεστερ, το Μπρίστολ. Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν ευνοήθηκαν τα οινοποιεία που είχαν ήδη θέση στην αγορά αυτή όπως το Κτήμα Θυμιόπουλου, το Κτήμα Σεμέλη, το Κτήμα Αβαντίς, το Κτήμα Μουσών αλλά και τα Ελληνικά Κελλάρια Οίνων που παράγουν τη ρετσίνα Κουρτάκη και διατηρούν ισχυρή παρουσία.
Ταυτόχρονα άρχισαν να κινούνται και κάποια ακόμα οινοποιεία που σταδιακά εισήλθαν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή τη στιγμή υπάρχει ζήτηση αλλά και ένα μεγάλο παράθυρο για το μεγάλο κρασί που εκτιμούμε ότι θα έχει χρονική διάρκεια περί τους 18 μήνες. Εκτίμησή μας είναι ότι θα πρέπει να γίνουν εντατικές κινήσεις για να αξιοποιήσουμε αυτό το παράθυρο ζήτησης του ελληνικού κρασιού με ταχείς ρυθμούς”.
Σύμφωνα με τον Α. Σιούλη το παράθυρο ευκαιρίας δημιουργήθηκε μέσα από την αρχική ζήτηση για το ελληνικό κρασί μέσα από τα οινοποιεία που είχαν ήδη παρουσία στη χώρα αυτή. Σταδιακά το κοινό του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισε να ζητά το οινικό προϊόν της χώρας μας, το οποίο έλαβε θέση στην premium κατηγορία δεδομένου ότι αρκετά κρασιά μας πωλούνται σε υψηλές τιμές. “Υπάρχουν επιχειρήσεις που μπορούν να υποστηρίξουν τις ζητούμενες ποσότητες κρασιού στη συγκεκριμένη αγορά και είναι αρκετές για να τροφοδοτήσουν τις ανάγκες που έχουν δημιουργηθεί, προβάλλοντας το ελληνικό κρασί και συστήνοντας τις προϋποθέσεις εκείνες για έναν προϋπολογισμό σοδειάς και σταθερής παρουσίας στο Ηνωμένο Βασίλειο τα επόμενα χρόνια”.
Τα “εμπόδια” για τους Έλληνες οινοποιούς και η έλλειψη υπομονής
Το βασικό εμπόδιο εισόδου των ελληνικών οινοποιείων στα βρετανικά εστιατόρια, εντοπίζεται στο γεγονός ότι τροφοδοτούν την αγορά τρεις ή τέσσερις μεγάλοι διανομείς που διαχειρίζονται μία τεράστια γκάμα από χιλιάδες ετικέτες διεθνούς προέλευσης. “Πρόκειται για διανομείς που θέτουν συγκεκριμένες προδιαγραφές και πρωτόκολλα για να εντάξουν ένα κρασί στο χαρτοφυλάκιό τους. Γιατί απαιτείται πιστοληπτική ικανότητα, συστάσεις, επένδυση χρόνου, ακόμα και καταγραφή των χρωμάτων που έχει κάθε ετικέτα αλλά και πιστοποίηση ότι δεν βλάπτουν την υγεία του καταναλωτή. Τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα ωστόσο δεν πληρούνται από τα περισσότερα ελληνικά οινοποιεία, ενώ δεν υπάρχει και η απαιτούμενη υπομονή από πλευράς τους”.
Η βρετανική αγορά σε αριθμούς και οι ελληνικές πωλήσεις
Σημειώνεται ότι συνολική αξία της βρετανικής αγοράς τροφίμων και ποτών παρουσιάζει, κατά την τελευταία δεκαετία, συνεχή ανοδική πορεία, με εξαίρεση την περίοδο της πανδημίας Covid-19, κατά την οποία η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών μειώθηκε δραματικά. Το εμφιαλωμένο κρασί κατατάσσεται δεύτερο στις αγορές αλκοολούχων ποτών των βρετανικών νοικοκυριών, με ποσοστό 28%, μετά τη μπύρα (52%). Το συνολικό μέγεθος της αγοράς κρασιού στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2021 αποτιμάται σε 15,7 δισ. ευρώ, με το λευκό κρασί να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ακολουθούμενο από το κόκκινο, το αφρώδες και, τέλος, το ροζέ κρασί, σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής πρεσβείας.
Από την άλλη το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει μικρή εγχώρια παραγωγή κρασιού (περίπου 70.000 εκατόλιτρα το 2021), κυρίως στη νότια Αγγλία και Ουαλία, με 66 καλλιεργούμενες ποικιλίες, στις οποίες κυριαρχούν οι Chardonnay και Pinot Noir. Το αφρώδες κρασί καταλαμβάνει διαχρονικά τα 2/3 του βρετανικού οινικού προϊόντος, ενώ σχεδόν το σύνολο της βρετανικής παραγωγής κατευθύνεται στην εγχώρια αγορά. Η άνοδος της θερμοκρασίας τις επόμενες δεκαετίες, λόγω της κλιματικής αλλαγής, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση της οινικής παραγωγής της χώρας, η οποία, ωστόσο θα παραμείνει περιορισμένη και δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την εγχώρια αγορά.
Πηγή: Forbes.gr